ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΨΗΦΙΣΜΕΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΜΕΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Κυριακὴ 12 Ὀκτωβρίου 2014
Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Σεπτὴ τῶν Ἱεραρχῶν χορεῖα,
Θεοτίμητοι συμπρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες,
Ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,
Προσπαθώντας νὰ χαράξω λίγες γραμμές, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθῶ στὸ σχετικὰ σύγχρονο ἔθος τῆς χειροτονητηρίου προσλαλιᾶς, κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου, διαπερνοῦσε τὴν σκέψη μου ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ὅταν ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ προσεγγίζοντας τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρώτου Ἀρχιερέως καὶ Ἀρχιθύτου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔγραφε, ὅτι τοῦτο τὸ Μυστήριο «ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη».
Αὐτὴ ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐσωτερικῆς θεοειδοῦς ἡσυχίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ αἴτημα γιὰ νὰ ἐννοήσει κάθε πιστός, ὅσα «μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα τε καὶ ἐξαίσια» συμβαίνουν στὸ μικρόκοσμό του καὶ στὴν πλάση ὁλόκληρη, θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ὁδηγήσει ἀναπόδραστα σὲ μία προσευχητικὴ σιωπή.
Γιατὶ ἐδῶ σήμερα, ἀδελφοί μου, μεταξὺ Χριστοῦ, ἁγίων καὶ ἀγγέλων, μεταξὺ θριαμβεύουσας καὶ στρατευομένης Ἐκκλησίας, προσάγομαι ἐνώπιόν Σας, Μακαριώτατε Δέσποτα, ὡς ἀνυπόδητος Μωϋσῆς, στὸ Μυστήριο πού τελεσιουργεῖται «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» προκειμένου, κατὰ τὸν ἴδιο θεοφόρο Πατέρα, νὰ μοῦ χορηγήσετε «πνεῦμα ἀκοίμητον» καθιστώντας με Ἐπίσκοπο καὶ Μητροπολίτη τῆς Παναγιοσκεποῦς καὶ ἁγιοτόκου Ἐκκλησίας τῶν Μεγάρων καὶ τῆς Σαλαμῖνος.
Συνεπῶς, δὲν εἶναι προσχηματικὴ ἡ κατάφαση τῆς λεκτικῆς μου ἀδυναμίας, ἡ ἀνάγκη τοῦ ψυχικοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἡ ὠφέλιμη ἐπιθυμία νὰ ἀκούσω περισσότερο, παρὰ νὰ ἀκουστῶ.
Νὰ ἀκούσω μυστικὰ γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ τὴν στεντόρια καὶ ὑποβλητικὴ φωνὴ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντά μου, τοῦ Καθηγουμένου τῆς παλαιφάτου καὶ ἱστορικῆς Μονῆς τῆς μετανοίας μου, Ἀσωμάτων-Πετράκη, Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου Παπαδοπούλου, ποὺ κατὰ μεγίστη εὐδοκίᾳ Θεοῦ ἀναπαύεται στὴ γῆ, ὅπου ἀπὸ σήμερα καλοῦμαι νὰ προσφέρω μαρτυρία Χριστοῦ, ἀναλώνοντας κάθε ψυχοσωματικὴ μου δύναμη, νὰ μοῦ λέει: «Κωνσταντῖνε μου, δόξα τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν». Καὶ αὐτὸ τό «πάντων ἕνεκεν» νὰ τὸ βιώνω ὅπως τὸ ἐβίωσε ἐκεῖνος, ὡς βαρὺ Σταυρὸ καὶ ὡς γλυκειὰ πρόγευση τῆς κοινῆς μας Ἀναστάσεως.
Νὰ ἀκούσω τὴν δικὴ Σας μειλίχια φωνὴ, Μακαριώτατε Δέσποτα, νὰ μὲ νουθετεῖ πῶς θὰ πρέπει νὰ πηδαλιουχήσω μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπί σαράντα χρόνια ἀρδεύτηκε πνευματικὰ ἀπὸ ἕναν σπουδαῖο, ἥσυχο, εὐγενῆ καὶ θεόσοφο ἱεράρχη, ὅπως ὑπῆρξε ὁ μακαριστὸς πρῶτος Μητροπολίτης Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος κυρὸς Βαρθολομαῖος.
Νὰ ἀκούσω τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν ἀδελφῶν μου, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κατατείνουν σὲ κοινὸ περιεχόμενο: «νὰ φανῶ γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐπαρχίας μου ἀληθινὸς πατέρας, γνήσιος φίλος καὶ ἀδελφός, εἰκόνα Χριστοῦ ζῶσα».
Κι ἀφοῦ ἀκούσω ἀπ’ ὅλους, γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολικοπαράδοτης διακονίας μου, νὰ παρακαλέσω τὴν Παναγία Τριάδα, ν’ ἀκούσει ἐν συνεχείᾳ τῆς ἱκέτιδος φωνῆς μου, προκειμένου νὰ μὲ ἀνακαινίσει καὶ νὰ μὲ ἐγκεντρίσει ἀπαρασάλευτα διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸ Μυστήριο τῆς σωτηρίας.
Μακαριώτατε,
Μὲ βαθειὰ ὑϊικὴ εὐγνωμοσύνη, κατακλείοντας τὸν λόγο μου, εὐχαριστῶ στὸ πρόσωπό Σας σύνολο τὸ ἱεροσυνοδικὸ σῶμα τῶν σεβασμιωτάτων ἱεραρχῶν τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, μὲ τὴν τίμια ψῆφο τῶν ὁποίων καθίσταμαι ἀπὸ σήμερα Ἐπίσκοπος καὶ συναδελφὸς τους.
Εὐχαριστῶ κάθε ἀδελφὸ μου, κληρικὸ καὶ λαϊκό, ὁ ὁποῖος «ἔργῳ καὶ λόγῳ» μὲ ἐστήριξε καὶ μὲ ἀνέχθηκε κατὰ τὴν διαῥρεύσασα τριακονταετῆ ἱερατικὴ μου διακονία καὶ σὲ ἐκείνην στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τοὺς προαπελθόντες πατέρα μου Θεόδωρο καὶ λοιποὺς συγγενεῖς καὶ φίλους μου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ὅσοι ἀποτελοῦν τὸ φυσικὸ γενεαλογικὸ μου ἐν ζωῇ λήμμα: τήν μητέρα μου Ἀντωνία, τήν ἀδελφὴ μου Καλλιόπη καὶ τὸν γαμπρὸ μου Ἰωάννη μὲ τὰ θαυμάσια παιδιά τους Θεόδωρο καὶ Αἰκατερῖνα.
Πέραν ὅμως τῶν ὀφειλομένων εὐχαριστιῶν, ἐνθυμούμενος τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει πὼς οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες μας εἶναι οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες, αἰσθάνομαι ἀνυπόκριτη τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ οἱονδήποτε τρόπο μὲ ἐλύπησαν καὶ μὲ ταπείνωσαν. Ὅλους, ὅσοι προσπάθησαν νὰ εἰσφέρουν μικρὰ ἤ μεγάλα ἐμπόδια, σταυρὸ καὶ δάκρυα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Ἰδιαιτέρως τοὺς ἀνήκοντες στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Δὲν ἐκινήθησαν ἀπὸ κακία ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Φαινομενικὰ μὲ ταλαιπώρησαν, πνευματικὰ ὅμως μὲ ὠφέλησαν τόσο, ὥστε σήμερα νὰ ζητῶ ἀπὸ ἐκείνους εἰλικρινῆ συγγνώμη, παρέχοντας ἐπίσης πρὸς ὅλους εἰλικρινῆ συγχώρηση.
Καὶ νῦν Πάτερ καὶ Δέσποτα, ἥσυχος καὶ ἐκστατικὸς, κλίνω τὴν κεφαλὴ μου γιὰ νὰ δεχθῶ τὸ «ἀκατάφλεκτον πῦρ» τοῦ Παρακλήτου.
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πρεσβείαις τῆς Ὑπεράγνου Μητρὸς Σου, τῆς πανσόφου μάρτυρός Σου Αἰκατερίνης, τοῦ ἁγίου καὶ πρώτου ἱεράρχου Ἀθηνῶν Ἱεροθέου, τῶν ὁσίων Λαυρεντίου τοῦ Μεγαρέως καὶ Μελετίου τοῦ ἐν Κιθαιρῶνι, τῶν δέκα καὶ τεσσάρων ἐν Μεγάροις μαρτύρων καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἄξιον τῆς Ἐκκλησίας Σου ἀνάδειξόν με Ἐπίσκοπον. Ἀμήν.
Ἐπιβατήριος λόγος τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεγάρων καί Σαλαμῖνος
κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
«Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός»
Μακαριώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμε,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Λεοντοπόλεως κ. Γαβριήλ, ἐκπρόσωπε τῆς Α.Μ., τοῦ Πάπα καὶ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καὶ Πάσης Ἀφρικῆς κ.κ. Θεοδώρου,
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Νικαίας, ἄχρι τοῦδε Τοποτηρητὰ τῆς θεοσώστου Ἐπαρχίας Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος κ. Ἀλέξιε,
Θεόλεκτε σύλλογε τῶν ἁγίων Ἱεραρχῶν,
Ἐξοχώτατοι κ. Ὑπουργοί,
Ἐντιμότατοι κ. Βουλευτές,
Ἐντιμότατε κ. Ἀντιπεριφερειάρχα,
Ἀξιότιμοι κ.κ. Δήμαρχοι Μεγάρων, Μάνδρας,
Ἐλευσῖνος, Ἀσπροπύργου καὶ Σαλαμῖνος,
Ἐνδοξώτατε Στρατηγέ,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως, τῶν πολιτικῶν, δικαστικῶν, στρατιωτικῶν, ἀστυνομικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν Ἀρχῶν,
Ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν φορέων καὶ συλλόγων,
Τίμιον Πρεσβυτέριον, Χριστοῦ Διακονία,
Ὁσιώτατες μοναστικὲς ἀδελφότητες,
Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, πιστὰ παιδιὰ τῆς κατὰ Μέγαρα καὶ Σαλαμῖνα συνεκλεκτῆς,
Τὸ ἄμετρον ἔλεος τῆς Τρισηλίου Θεότητος, ἀξίωσε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν τὴν ἐλαχιστότητά μου, μὲ τὶς τίμιες ψήφους τοῦ ἱεροσυνοδικοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, νὰ ἐκλεγῶ καὶ ἐν συνεχείᾳ διὰ τῆς χειροτονίας μου, νὰ περικοσμηθῶ
μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου καὶ Μητροπολίτου τῆς θεοσώστου ἐπαρχίας Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
Αὐτὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Πανοικτίρμονος Σωτῆρος, μὲ ὁδηγεῖ ἐτούτητὴν ὥρα ἐπιβαίνοντα στὴν Καθέδρα τοῦ Ἐπισκόπου, κατὰ τὴν πρώτη καὶ ἐπισημοτάτη στιγμὴ τῆς ἐνάρξεως τῆς ἀρχιερατικῆς μου διακονίας κοντὰστά «παιδία ἅ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός».
Ἰδοὺ ἐγώ, ὁ μικρὸς ἐν ἀξίᾳ καὶ πολὺς ἐν κρίμασιν, ἐν μέσῳ ὑμῶν ἀδελφοί· καὶ ἐν μέσῳ τῆς Ἐκκλησίας συμπάσης Αὐτὸς ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ὁ Χριστός.
Ἀναλαμβάνοντας τὸ ἄροτρο τοῦ τοπικοῦ γεωργίου, κατανοῶ, ὅτι ἀναμένετε νὰ ἀκούσετε ἀπὸ τὸ στόμα μου -κατὰ τὸ εἰωθός- τὸν εἰσβατήριο λόγο.
Σὲ καιρούς, ὅμως, ὅπου ὑπερπερισσεύουν οἱ μεγαλόστομες δηλώσεις καὶ οἱ -χωρὶς ἀντίκρισμα- ὑποσχέσεις, προτιμῶνὰ καταθέσω ἐνώπιόν σας, ἀντὶ μεγαλόπνοων προγραμματικῶν ἐξαγγελιῶν, προσωπικῶν ὁραματισμῶν καὶ φληναφημάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα ἀναπόδραστα θὰ κρινόμουν ἀπὸ τὴν ἱστορία καὶ τοὺς ἀναγνῶστες της, κάτι οὐσιαστικώτερο, θεολογικὰ βαθύτερο καὶ ἐξόχως ἐκκλησιολογικό: τὴν ἐποφειλομένη μαρτυρία τῆς ὑπαρκτικῆς μου σχέσεως πρὸς τὴν ὄντως Ἀλήθεια καὶ τὴν ὄντως Ζωή, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὸν δίκαιο Κριτὴ καί τὸ αὐθεντικὸ κριτήριο τοῦ πολυκύμαντου βίου μας.
Καὶ μὲ ἀφετηρία τὴ μαρτυρία μου ὡς πρὸς αὐτὴν τὴν σχέση, νὰ παρακαλέσω καὶ νὰ προσκαλέσω προσωπικὰ ὅλους ἐσᾶς, τοὺς ἀδελφοὺς καὶ παιδιὰ μου,τὸ σεμνοπρεπὲς καύχημά μου, νὰ προσπαθήσουμε νὰ συνδεθοῦμε «ἐν τῷ συνδέσμῳτῆς εἰρήνης», προκειμένου νὰ διακριθοῦμε στὸν πνευματικὸ στίβο, στὰ καλὰ ἔργα, νὰ πολλαπλασιάσουμε -εἰ δυνατὸν ἑκατονταπλασίως- τὰ τάλαντα,τὰ ὁποῖα μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Οἰκονόμος τῆς ζωῆς μας καὶ τελικῶς νὰ ἀπολάβουμε ὅλοι μαζί, ποιμένας καὶ ποιμενόμενοι, πατέρας καὶ τέκνα, «τὸν καλὸν καὶ ἄφθαρτον τῆς νίκης στέφανον» τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Συνεπῶς, ὁ λόγος καὶ οἱ σκέψεις μου δὲν γίνεται νὰ εἶναι προσωπικοί. Ὀφείλουν νὰ σημασιολογοῦνται ἀπὸ τὸν Μονογενῆ Λόγο. Ἐκεῖνος προσδιόρισε -ἅπαξ διὰ παντός- μὲ τὴν ζωή, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, τὸ κήρυγμα καὶ τὸ φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας Του καὶ τῶν λειτουργῶν Της. Ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ, κατὰ τὸν θεοφόρο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, «σύνδουλοί» του, δηλαδή, οἱ πρεσβύτεροι καὶοἱ διάκονοι, μεταλαμπαδεύουν ἀλληλοδιαδόχως αὐτὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα.
Ἐπ’ αὐτοῦ, ἐπιτρέψτε μου, νὰ μιλήσω ἐν συντομίᾳ στὴν ἀγάπη σας.
Λέγει ὁ Κύριος: «εἰ φιλεῖς με Πέτρε, βόσκε τὰ ἀρνία μου, ποίμενετὰ πρόβατά μου». Ἑπομένως, ἡ μετ’ ἐπιμελείας ἄσκηση τῆς ποιμαντικῆς διακονίας στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος θὰ ἀποτελεῖ τὸ γνήσιο καὶ μοναδικὸ κριτήριο τῆς ἀγάπης μου πρὸς τὸν Σωτῆρα Χριστό. Μὲ τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις, ποὺ θέτει Ἐκεῖνος, ὅταν περιγράφει τὸν καλὸ ποιμένα·«ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησι ὑπὲρ τῶν προβάτων». Ὁ ἴδιος τίθεται μπροστάρης, ὡς φυσικὸ ἀνάχωμα ἐνώπιοντοῦ «ἐρχομένου λύκου» γιὰ νὰ μὴ κατασπαράξει τὰ πρόβατα. Δὲν ἐξετάζει τὴν
ἐπικινδυνότητα μὲ ὅρους μισθωτοῦ φύλακα. Δὲν προτάσσει τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τὸ φυσικὸ αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης. Ὁ Ἐπίσκοπος ἀγωνιᾶ καὶ ἀγωνίζεται γιὰ κάθε μέλος τῆς ποίμνης του. Μεριμνᾶ γιὰ τὶς πάσης φύσεως ἀνάγκες τῶν παιδιῶν του.
Ἀναφέρει πρὸς τὸν Θεὸ νυχθημερὸν τὶς προσευχὲς καὶτὶς ἀγωνίες τους. Ἐφαρμόζει τὸν Παύλειο λόγο: «τὶς ἀσθενεῖ καὶ οὐκ ἀσθενῶ; τὶς σκανδαλίζεται καὶ οὐκ ἐγὼ πυροῦμαι;». Τὸ χέρι του, ὡς φυσικὴ προέκταση τοῦ χεριοῦ τοῦ Χριστοῦ, ὀφείλει νὰ καταδεικνύει πρὸς ὅλους ἀνεξαιρέτως τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἀσφαλῆ Κιβωτό, τὴν Ἐκκλησία μας καὶ ἐξόχως τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τοῦ ἁγιασμοῦ τους: τὸ ἱερὸ θυσιαστήριο. Τὴν ἀδαπάνητη θεία Τράπεζα, ἀπ’ ὅπου ἐκπηγάζουν «ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη,ἡ μακροθυμία, ἡ χρηστότης, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ πραότης, ἡ ἐγκράτεια». Ὅλοι οἱ καρποὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Χριστός, ἐπίσης, προσευχόμενος γιὰ τοὺς Μαθητὲς Του, ἀλλὰ κατ’ ἐπέκτασιν καὶ γιὰ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰσέρχονται στὴν Ἐκκλησία Του, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα, νὰ τοὺς διατηρεῖ ἀπαρασάλευτους στὸ Μυστήριο τῆς ἀληθινῆς ἑνότητος, τὸ ὁποῖο πρὸ τῆς κοσμικῆς δημιουργίας χαρακτηρίζει ὑποδειγματικῶς τὶς σχέσεις τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μὲ τὴν ἴδια ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, τοποθετοῦμαι ἀπὸ σήμερα καὶ γιὰ ὅσο θὰ μοῦ ἐπιτρέπουν οἱ βιολογικὲς καὶ πνευματικὲς μου δυνάμεις, λειτουργικὸς προεστὼς μιᾶς εὐχαριστιακῆς κοινότητος, στὴν σύναξη τῆς ὁποίας ἐνυπάρχει ἐξίσου ἡ ἑνότητα, ὡς τοπικότητα καὶ ταυτόχρονη καθολικότητατῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ
Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνυπάρχει ὁ δυναμικὸς χαρακτῆρας τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀγωνίζεται νὰ εἶναι «τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός».
Εἶναι ἀδήριτη ἀνάγκη, ἀδελφοὶ μου, νὰ ἐργαζόμαστε ἀδιάκοπα γιὰ αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἑνότητα. Ἑνότητα πίστεως καὶ ἀγάπης, ἡ ὁποῖα σημαίνεται κατὰ πρῶτον ἀπὸ τὴν ἀδιάῥρηκτη σχέση τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίαςπρὸς τὴν κατ’ Ἑλλάδα αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ὑπὸ τοῦ ἔχοντος τὴν τιμὴ καὶ εὐθύνη τῆς Προεδρείας αὐτῆς, δηλαδὴ τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου, τοῦ, κατὰ τὸν θεολόγο Γρηγόριο «ἁπλοῦ τὸν τρόπον καὶ πολυειδοῦς τὴν κυβέρνησιν».
Σημαίνεται ὅμως, ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν ἀγαπητικὸ σεβασμὸ πρὸς κάθε ἄλλη Ἐκκλησία μὲ προεξάρχουσα στὴν ἐργώδη προσπάθεια τῆς οἰκουμενικῆς ἑνότητος καὶ καταλλαγῆς τὴν Κωνσταντινουπολίτιδα Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καὶ τὸν ἄριστον οἰακοστρόφο αὐτῆς, τὸν Πατριάρχη τοῦ Γένους μας κ.κ. Βαρθολομαῖον.
Αὐτὸ τὸ περιγραφόμενο ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, προσδιορισμένο μέσα στὴν λειτουργικὴ του διάσταση, ὑπηρετεῖ γνήσια καὶ τὴν ἔννοιατῆς συνοδικότητας σὲ ὅλα της τὰ ἐπίπεδα: στὴν ἐνορία, στὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό, στὴν Ἐπισκοπὴ καὶ τὸ ἱεροσυνοδικὸ Σῶμα. Νοηματοδοτεῖ, ὅ,τι ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος χαρακτηρίζει «συνείδηση» ὄχι τοῦ ἑνός, ἀλλὰ τοῦ ὅλου, δηλαδὴτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος καὶ μᾶς ὁδηγεῖ, τελικῶς, νὰ κατανοοῦμε «ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων».
Καὶ σὲ αὐτὰ τὰ καλὰ ἔργα, τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς πίστεως, μέτοχοι καθίστανται δυνητικὰ ὅλα τὰ πρόσωπα. Ὅλα ἀνεξαιρέτως.
Ζητῶ, συνεπῶς ἀδελφοὶ μου, ἀπὸ σήμερα νὰ μὲ δεχθῆτε, νὰ σᾶς διακονήσω «εἰς τῦπον καὶ τόπον Χριστοῦ» μὲ τὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο ἤδη σᾶς περιέγραψα. Αὐτὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ὀφείλω νὰ σᾶς ἐξαγγέλω. Μέλημά μου, νὰ σᾶς βοηθήσω, νὰ κατανοήσουμε, «ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἰδεολόγημα μὲ περιορισμένο περιεχόμενο καὶ χρονικότητα.Δὲν ἀκολουθεῖ προγράμματα, ἀλλὰ καταδεικνύει μία στάση, μία νοοτροπία. Ἀφαιρεῖ τὰ προσωπεῖα καὶ ἐξαγιάζει τὰ πρόσωπα. Δημιουργεῖ ἦθος, ὄχι ἠθική.Τὸ ἦθός της ἀποῥρέει ἀπὸ τὴν ἐμπράγματη καὶ λειτουργικὴ βίωση τοῦ δόγματος. Ἡ Ἐκκλησία παράγει ἀληθινὸ πολιτισμό. Εἶναι «ἐν τῷ κόσμῳ», χωρὶς νὰ ὑιοθετεῖ τὰ σχήματα τοῦ κόσμου. Ἀλλιῶς, δὲν μπορεῖ νὰ τὸν μεταμορφώσει «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δὲν μπορεῖ νὰ ἀναιρέσει ἀπὸ τὸν κόσμο τὴν φθορὰ καὶτὸν θάνατο».
Προσφέρετε, συνεπῶς, τὴν καρδιὰ σας δι’ ἐμοῦ στὸν Χριστὸ καὶ ἐπιτρέψτε μου νὰ σᾶς ὑπηρετήσω μὲ ταπείνωση, ἀγάπη, πατρικὴ ἐγρήγορση καὶ ἐλπίδα κοινῆς ἀναστάσεως καὶ σωτηρίας. Ὅπως ἀκριβῶς ἔπραξε καὶ ὁ προκάτοχός μου, μακαριστὸς πρῶτος Μηροπολίτης σας κυρὸς Βαρθολομαῖος, τοῦ ὁποίου οἱ εὐχὲς θὰ μᾶς ἐνισχύουν πλέον ἀπὸ τὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο.
Σᾶς προσκαλῶ νὰ συλλειτουργήσουμε διὰ τῆς Εὐχαριστίας -γιατὶ αὐτὸ εἶναι Ἐκκλησία- τὸ Μυστήριο τῆς Ζωῆς. Νὰ ἀποβάλλουμε τὰ φοβικὰ σύνδροματῆς αὐτάρκειας, τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς διαιρέσεως, διότι ἐμπεριέχουν ὤσμωση ἀλλοτρίωσης. Πρόγευση αἰώνιου καὶ πνευματικοῦ θανάτου. Παράγουν κρίση, τὴν ὁποία, δυστυχῶς, βιώνουμε τραγικὰ σήμερα ὡς Γένος καὶ ὡς Ἔθνος.
Σᾶς προσκαλῶ νὰ ἀγωνιστοῦμε ὡς ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, μὲ εἰρήνη καρδιᾶς, τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή, γιὰ τὴν καταξίωση καὶ τὴν πρόοδο τοῦ ὄμορφου τόπου μας καὶ ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν κατοίκων του.Νὰ συνέχει διαρκῶςτὴν σκέψη μας, ὁ Παύλειος λόγος, ὅτι «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσενκαὶ θῆλυ·πάντεςγὰρὑμεῖςεἷςἐστὲἐνΧριστῷἸησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν».
Μακαριώτατε Δέσποτα,
Κατὰ τὴν ἡμέρα καὶ ὥρα τῆς εἰς Ἐπίσκοπον χειροτονίας μου, ὑπὸ τὸ κράτος τῶν ἀνεπανάληπτων συναισθημάτων καὶ εἰκόνων, ποὺ πλημμύριζαν τὴν καρδιὰ μου, εὐχαρίστησα ὅλους, ὅσοι ἀπετέλεσαν καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀποτελοῦν σταθμοὺς τῆς ζωῆς μου.
Τὸν μακαριστὸ καὶ ἐν ἁγίοις ἀναπαυόμενο Γέροντα μου, Καθηγούμενο τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἀσωμάτων – Πετράκη Ἀρχιμανδρίτη Χριστοφόρο Παπαδόπουλο, τοὺς κατὰ σάρκα γονεῖς καὶ οἰκογενεῖς μου, τοὺς κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς συνεργάτες καὶ χριστιανοὺς στὴν ἐνορίατῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Πετραλώνων, ὅπου ἐπὶ τριακονταετίᾳ ὑπηρέτησα,τοὺς συναδελφοὺς μου στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.Τὴν τετιμημένη καὶ πολυσέβαστη Μακαριότητά Σας, στὸ πρόσωπο καὶ στὸ χέρι τῆς Ὁποίας κατασπάζομαι σύμπασα τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τούτη τὴν ὥρα ἐπιτρέψτε μου νὰ διαβεβαιώσω ὅλους, ὅτι θὰ σᾶς μνημονεύω ἰσοβίως στὶς προσευχὲς μου. Ὀφειλετικῶς καὶ εὐγνωμόνως.
Ἀδελφοὶ μου,
Ἀνῆλθα σὲ τούτη τὴν Καθέδρα μὲ δέος ἱερό. Διότι, δανειζόμενος τὰ λόγιατοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, τοῦ Αἰτωλοῦ, «τοῦτος ὁ θρόνος εἶναι ὁ τάφος μου».Σᾶς μίλησα «ἐν ἱλαρότητι καρδίας» ὄχι γιὰ ἐμένα – τὶ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἄλλωστε- ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον, τὸν Μέγα Ἀρχιερέα, τοῦ Ὁποίου τὴν ἱερὴ εἰκόνα προηγουμένως κατασπάσθηκα καὶ πάντοτε θὰ προσκυνῶ, προκειμένουνὰ ἀνέρχομαι κατὰ τὸ δικὸ Του ὑπόδειγμα στὸν Θρόνο τοῦ Ἐπισκόπου.
Προσεύχεσθε, παρακαλῶ, γιὰ τὴν ἐλάχιστότητά μου. Νὰ κατευθύνει ὁ Παράκλητος τὶς πράξεις καὶ τὰ διανοήματά μου. Τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιὰ μου.Ὥστε νὰ καθίσταμαι «ἡμέραν καθ’ ἡμέραν» ἀγαθὸς καὶ πιστὸς ἐπιστάτης στὸ τοπικὸ μας γεώργιο.
«Τὸ λοιπόν, προσεύχεσθε, ἀδελφοί, περὶ ἡμῶν, ἵνα ὁ λόγος τοῦ Κυρίου τρέχῃ καὶ δοξάζηται, καθὼς καὶ πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἵνα ρυσθῶμενἀπὸ τῶν ἀτόπων καὶ πονηρῶν ἀνθρώπων· οὐ γὰρ πάντων ἡ πίστις.
Πιστὸς δέ ἐστιν ὁ Κύριος, ὃς στηρίξει ὑμᾶς καὶ φυλάξει ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». Ἀμήν.