ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΗΡΙΟΣ ΠΡΟΣΛΑΛΙΑ ΤΟΥ ΕΨΗΦΙΣΜΕΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΜΕΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΣΑΛΑΜΙΝΟΣ κ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Κυριακὴ 12 Ὀκτωβρίου 2014

Μακαριώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Σεπτὴ τῶν Ἱεραρχῶν χορεῖα,
Θεοτίμητοι συμπρεσβύτεροι καὶ Διάκονοι,
Ἐντιμότατοι ἄρχοντες,
Ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ,

Προσπαθώντας νὰ χαράξω λίγες γραμμές, προκειμένου νὰ ἀνταποκριθῶ στὸ σχετικὰ σύγχρονο ἔθος τῆς χειροτονητηρίου προσλαλιᾶς, κατὰ τὴν πιὸ ἱερὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς μου, διαπερνοῦσε τὴν σκέψη μου ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ὅταν ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ προσεγγίζοντας τὸ μέγα Μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ πρώτου Ἀρχιερέως καὶ Ἀρχιθύτου τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔγραφε, ὅτι τοῦτο τὸ Μυστήριο «ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη».

Αὐτὴ ἡ βασικὴ προϋπόθεση τῆς ἐσωτερικῆς θεοειδοῦς ἡσυχίας, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ αἴτημα γιὰ νὰ ἐννοήσει κάθε πιστός, ὅσα «μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξα τε καὶ ἐξαίσια» συμβαίνουν στὸ μικρόκοσμό του καὶ στὴν πλάση ὁλόκληρη, θὰ ἔπρεπε νὰ μὲ ὁδηγήσει ἀναπόδραστα σὲ μία προσευχητικὴ σιωπή.

Γιατὶ ἐδῶ σήμερα, ἀδελφοί μου, μεταξὺ Χριστοῦ, ἁγίων καὶ ἀγγέλων, μεταξὺ θριαμβεύουσας καὶ στρατευομένης Ἐκκλησίας, προσάγομαι ἐνώπιόν Σας, Μακαριώτατε Δέσποτα, ὡς ἀνυπόδητος Μωϋσῆς, στὸ Μυστήριο πού τελεσιουργεῖται «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας» προκειμένου, κατὰ τὸν ἴδιο θεοφόρο Πατέρα, νὰ μοῦ χορηγήσετε «πνεῦμα ἀκοίμητον» καθιστώντας με Ἐπίσκοπο καὶ Μητροπολίτη τῆς Παναγιοσκεποῦς καὶ ἁγιοτόκου Ἐκκλησίας τῶν Μεγάρων καὶ τῆς Σαλαμῖνος.

Συνεπῶς, δὲν εἶναι προσχηματικὴ ἡ κατάφαση τῆς λεκτικῆς μου ἀδυναμίας, ἡ ἀνάγκη τοῦ ψυχικοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἡ ὠφέλιμη ἐπιθυμία νὰ ἀκούσω περισσότερο, παρὰ νὰ ἀκουστῶ.

Νὰ ἀκούσω μυστικὰ γιὰ μιὰν ἀκόμη φορὰ τὴν στεντόρια καὶ ὑποβλητικὴ φωνὴ τοῦ μακαριστοῦ Γέροντά μου, τοῦ Καθηγουμένου τῆς παλαιφάτου καὶ ἱστορικῆς Μονῆς τῆς μετανοίας μου, Ἀσωμάτων-Πετράκη, Ἀρχιμανδρίτου Χριστοφόρου Παπαδοπούλου, ποὺ κατὰ μεγίστη εὐδοκίᾳ Θεοῦ ἀναπαύεται στὴ γῆ, ὅπου ἀπὸ σήμερα καλοῦμαι νὰ προσφέρω μαρτυρία Χριστοῦ, ἀναλώνοντας κάθε ψυχοσωματικὴ μου δύναμη, νὰ μοῦ λέει: «Κωνσταντῖνε μου, δόξα τῷ Ἁγίῳ Θεῷ, πάντων ἕνεκεν». Καὶ αὐτὸ τό «πάντων ἕνεκεν» νὰ τὸ βιώνω ὅπως τὸ ἐβίωσε ἐκεῖνος, ὡς βαρὺ Σταυρὸ καὶ ὡς γλυκειὰ πρόγευση τῆς κοινῆς μας Ἀναστάσεως.

Νὰ ἀκούσω τὴν δικὴ Σας μειλίχια φωνὴ, Μακαριώτατε Δέσποτα, νὰ μὲ νουθετεῖ πῶς θὰ πρέπει νὰ πηδαλιουχήσω μία τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐπί σαράντα χρόνια ἀρδεύτηκε πνευματικὰ ἀπὸ ἕναν σπουδαῖο, ἥσυχο, εὐγενῆ καὶ θεόσοφο ἱεράρχη, ὅπως ὑπῆρξε ὁ μακαριστὸς πρῶτος Μητροπολίτης Μεγάρων καὶ Σαλαμῖνος κυρὸς Βαρθολομαῖος.

Νὰ ἀκούσω τὶς προσευχὲς ὅλων τῶν ἀδελφῶν μου, δηλαδὴ τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες κατατείνουν σὲ κοινὸ περιεχόμενο: «νὰ φανῶ γιὰ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐπαρχίας μου ἀληθινὸς πατέρας, γνήσιος φίλος καὶ ἀδελφός, εἰκόνα Χριστοῦ ζῶσα».

Κι ἀφοῦ ἀκούσω ἀπ’ ὅλους, γιὰ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν τὸ περιεχόμενο τῆς ἀποστολικοπαράδοτης διακονίας μου, νὰ παρακαλέσω τὴν Παναγία Τριάδα, ν’ ἀκούσει ἐν συνεχείᾳ τῆς ἱκέτιδος φωνῆς μου, προκειμένου νὰ μὲ ἀνακαινίσει καὶ νὰ μὲ ἐγκεντρίσει ἀπαρασάλευτα διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, στὸ Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸ Μυστήριο τῆς σωτηρίας.

Μακαριώτατε,
Μὲ βαθειὰ ὑϊικὴ εὐγνωμοσύνη, κατακλείοντας τὸν λόγο μου, εὐχαριστῶ στὸ πρόσωπό Σας σύνολο τὸ ἱεροσυνοδικὸ σῶμα τῶν σεβασμιωτάτων ἱεραρχῶν τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας, μὲ τὴν τίμια ψῆφο τῶν ὁποίων καθίσταμαι ἀπὸ σήμερα Ἐπίσκοπος καὶ συναδελφὸς τους.

Εὐχαριστῶ κάθε ἀδελφὸ μου, κληρικὸ καὶ λαϊκό, ὁ ὁποῖος «ἔργῳ καὶ λόγῳ» μὲ ἐστήριξε καὶ μὲ ἀνέχθηκε κατὰ τὴν διαῥρεύσασα τριακονταετῆ ἱερατικὴ μου διακονία καὶ σὲ ἐκείνην στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Τοὺς προαπελθόντες πατέρα μου Θεόδωρο καὶ λοιποὺς συγγενεῖς καὶ φίλους μου, ἀλλὰ καὶ ἐκείνους ὅσοι ἀποτελοῦν τὸ φυσικὸ γενεαλογικὸ μου ἐν ζωῇ λήμμα: τήν μητέρα μου Ἀντωνία, τήν ἀδελφὴ μου Καλλιόπη καὶ τὸν γαμπρὸ μου Ἰωάννη μὲ τὰ θαυμάσια παιδιά τους Θεόδωρο καὶ Αἰκατερῖνα.

Πέραν ὅμως τῶν ὀφειλομένων εὐχαριστιῶν, ἐνθυμούμενος τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει πὼς οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες μας εἶναι οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ δοκιμασίες, αἰσθάνομαι ἀνυπόκριτη τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ οἱονδήποτε τρόπο μὲ ἐλύπησαν καὶ μὲ ταπείνωσαν. Ὅλους, ὅσοι προσπάθησαν νὰ εἰσφέρουν μικρὰ ἤ μεγάλα ἐμπόδια, σταυρὸ καὶ δάκρυα στὸν δρόμο τῆς ζωῆς μου. Ἰδιαιτέρως τοὺς ἀνήκοντες στὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Δὲν ἐκινήθησαν ἀπὸ κακία ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Φαινομενικὰ μὲ ταλαιπώρησαν, πνευματικὰ ὅμως μὲ ὠφέλησαν τόσο, ὥστε σήμερα νὰ ζητῶ ἀπὸ ἐκείνους εἰλικρινῆ συγγνώμη, παρέχοντας ἐπίσης πρὸς ὅλους εἰλικρινῆ συγχώρηση.

Καὶ νῦν Πάτερ καὶ Δέσποτα, ἥσυχος καὶ ἐκστατικὸς, κλίνω τὴν κεφαλὴ μου γιὰ νὰ δεχθῶ τὸ «ἀκατάφλεκτον πῦρ» τοῦ Παρακλήτου.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πρεσβείαις τῆς Ὑπεράγνου Μητρὸς Σου, τῆς πανσόφου μάρτυρός Σου Αἰκατερίνης, τοῦ ἁγίου καὶ πρώτου ἱεράρχου Ἀθηνῶν Ἱεροθέου, τῶν ὁσίων Λαυρεντίου τοῦ Μεγαρέως καὶ Μελετίου τοῦ ἐν Κιθαιρῶνι, τῶν δέκα καὶ τεσσάρων ἐν Μεγάροις μαρτύρων καὶ πάντων τῶν ἁγίων ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ἄξιον τῆς Ἐκκλησίας Σου ἀνάδειξόν με Ἐπίσκοπον. Ἀμήν.